- ἀλαλητῶν
- ἀλαλητόςshout of victorymasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλαλήτων — ἀλάλητος unspeakable masc/fem/neut gen pl ἀλαλάω make dumb pres imperat act 3rd pl (doric) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 3rd dual (doric) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… … Dictionary of Greek